λανσάρισμα

λανσάρισμα
το [λανσάρω]
1. η παρουσίαση για πρώτη φορά και η διάδοση ή κυκλοφορία ενός προϊόντος, ενός συνθήματος ή, γενικότερα, μιας ιδέας, αντίληψης, θεωρίας κ.τ.ό.
2. (κατ' επέκτ.) η χρήση ενός πρωτοεμφανιζόμενου είδους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λανσάρισμα — το, ατος (λ. γαλλ.), η πρώτη εμφάνιση ενός είδους στην αγορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”